- τελειοποιώ
- τελειοποιώ, τελειοποίησα βλ. πίν. 73
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
τελειοποιώ — τελειοποιῶ, έω, ΝΜΑ [τελειοποιός] κάνω κάτι τέλειο, ολοκληρώνω νεοελλ. βελτιώνω, καλυτερεύω μσν. 1. καθιστώ τέλειο μοναχό κάποιον («τελειοποιεῑν δι ἀποκάρσεως», Βαλσ.) 2. (για ιερέα) τελώ το μυστήριο τού γάμου … Dictionary of Greek
τελειοποιώ — τελειοποίησα, τελειοποιήθηκα, τελειοποιημένος, κάνω κάτι τέλειο, το φέρνω στην εντέλεια: Τελειοποιήθηκε στην παθολογία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-ποιώ — ποιῶ, ΝΜΑ β συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε ποιός (πρβλ. αρτοποιώ < αρτοποιός, νεωτεροποιώ < νεωτεροποιός), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό ποιώ λειτούργησε ως παραγωγική… … Dictionary of Greek
αναρρυθμίζω — (Α ἀναρρυθμίζω) ξαναρυθμίζω, τελειοποιώ … Dictionary of Greek
αρτιώνω — (Μ ἀρτιῶ, όω) [άρτιος] τελειοποιώ … Dictionary of Greek
ατελειοποίητος — η, ο αυτός που δεν έχει τελειοποιηθεί ακόμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + τελειοποιώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1859 στον Ιάκωβο Πολυλά] … Dictionary of Greek
εκτελειώ — ἐκτελειῶ και ἐκτελεῶ ( όω) επιτατ. τού τελειώ* (Α) κάνω κάτι τέλειο, τελειοποιώ … Dictionary of Greek
εμπονώ — ἐμπονῶ ( έω) (AM) 1. κουράζομαι, εργάζομαι 2. (με αιτ.) επεξεργάζομαι, συμπληρώνω, τελειοποιώ («ἐμπονεῑν θεωρίαν», Γαλ.) … Dictionary of Greek
επεξεργάζομαι — (AM ἐπεξεργάζομαι) μσν. νεοελλ. 1. κατεργάζομαι πλήρως, τελειοποιώ, δίνω οριστική μορφή 2. εκπονώ αρχ. 1. επεξεργάζομαι, εκτελώ κάτι επί πλέον («ἕν δ ἐπεξεργάσατο... τοιοῡτον, ὅ πᾱσι τοῑς προτέροις ἐπέθηκε τέλος», Δημοσθ.) 2. πραγματοποιώ, φέρω… … Dictionary of Greek
κορυφώνω — (ΑM κορυφῶ, όω) [κορυφή] 1. ανυψώνω κάτι ώστε να σχηματίσει κορυφή («κορυφοῡν τὴν περὶ τὰ πρέμνα γῆν προσήκει», Γεωπ.) 2. ανυψώνω κάποιον ή κάτι στον ανώτατο βαθμό, στο ύψιστο σημείο 3. (συν. το μέσ. και το παθ.) κορυφώνομαι, κορυφοῡμαι, όομαι… … Dictionary of Greek